- αγιονορείτης
- αγιονορείτης, ο και αγιορείτης, οο καλόγερος του Αγίου Όρους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγιονορείτης — ο ο αγιορείτης* … Dictionary of Greek